Πένθος και Γηρατειά

Η προχωρημένη ηλικία είναι εκείνη που βρίσκεται πιο κοντά στο θάνατο, και, γι’ αυτό, συχνά, τον αποδέχεται ευκολότερα. 
Ωστόσο, πόσα ηλικιωμένα άτομα δεν έχουν εγκαταλειφθεί στην τύχη τους, χωρίς καμία προετοιμασία ή υποστήριξη; Από  τη στιγμή που εισάγονται σε κάποιο νοσοκομείο, συμβιβάζονται με την καθημερινή πραγματικότητα του ιδρύματος και με κάποιες επισκέψεις συγγενικών προσώπων, λιγότερο θερμές απ’ ό,τι θα ήταν στο σπίτι.

Το τοπίο, ωστόσο, δεν είναι εντελώς γκρίζο, δεδομένου ότι από τη δεκαετία του 1980, συντελέστηκε μεγάλη πρόοδος στον τομέα των παρεχόμενων φροντίδων στο σπίτι και της παραμονής των γηραιότερων στην κατοικία τους. Η οικονομική ανεξαρτησία των νέων, η αύξηση της απόστασης μεταξύ των μελών της ίδιας οικογένειας, καθώς και το καθιερωμένο, πλέον, ρήγμα στους συναισθηματικούς δεσμούς που τους ένωναν, επιτείνουν σημαντικά τη μοναξιά των ατόμων άνω των 80 ετών. Επιπλέον, στην ηλικία αυτή, το χάσμα των γενεών διευρύνεται, επιφέροντας ένα πλήγμα στην επικοινωνία.

Για να είναι μέσα στα πράγματα. σήμερα, ο ηλικιωμένος πρέπει να διαβάζει εφημερίδα, να βλέπει τηλεόραση, να βγαίνει, να γνωρίζει κάποια πράγματα για την τεχνολογία, να ντύνεται σύγχρονα, και, το κυριότερο, να ακούει και να μοιράζεται τις εμπειρίες του. Όμως, οι νέοι θεωρούν, συχνά, ότι δεν έχουν τίποτα να μάθουν από τους μεγαλύτερους, λόγω των διαφορετικών αξιών που πρεσβεύουν. Ωστόσο, αυτή η αντίληψη είναι απατηλή. Οι γενιές οφείλουν να καταβάλουν αμοιβαίες προσπάθειες για να διατηρήσουν την αναγκαία για όλους επαφή.

Ένας πρώτος, λοιπόν, τρόπος εξομάλυνσης των οικογενειακών πενθών περνάει από τη διατήρηση της επαφής, και από τις δύο πλευρές. Ο δεύτερος τρόπος είναι περισσότερο ιατρικής φύσης, και θα έπρεπε να έχει, ως πρωτεύοντα στόχο, την ομαλή επιστροφή του ατόμου που αναρρώνει, στο σπίτι του. Ας εξετάσουμε, τώρα, την εικόνα που έχουν οι ηλικιωμένοι για το θάνατο. Οι ηλικιωμένοι έχουν υποστεί πολλά πένθη και είναι έτοιμοι να βιώσουν κι άλλα: Των γονιών τους, κάποιες φορές του συντρόφου τους, των φίλων τους και, πάντα, προσώπων της παλιάς φουρνιάς.

Λέμε γι’ αυτούς ότι αναμασούν το παρελθόν και μωρολογούν. Πράγματι, η συσσώρευση αναμνήσεων και η καλύτερη λειτουργία της μακροπρόθεσμης μνήμης (σε σχέση με την βραχυπρόθεσμη) ωθούν τους ηλικιωμένους να μνημονεύουν τα γνωρίσματα του κόσμου που ήξεραν, γεγονός που τους κάνει να νιώθουν πιο ασφαλείς από το να προσπαθούν να κατανοήσουν τον σύγχρονο και τεχνολογικά προηγμένο κόσμο.

Οι γυναίκες, μακροβιότερες των αντρών κατά δέκα, περίπου, χρόνια, ανησυχούν περισσότερο για το θάνατο, δεδομένου ότι οι πιθανότητες να μείνουν χήρες είναι αυξημένες, και μάλιστα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Η συντροφιά του θανάτου δεν είναι, λοιπόν, άγνωστη στους γηραιότερους.

Η στάση τους, ωστόσο, απέναντι στο θάνατο, δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ιδιαίτερα νοσηρή. Μπορεί ο φόβος του θανάτου να εξασθενεί με τα χρόνια, αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι οι γέροντες τον επιθυμούν, τον εξουσιάζουν, και, κατά συνέπεια, δεν χρειάζονται βοήθεια για να τον αντιμετωπίσουν. Θα θέλαμε, στο σημείο αυτό, να ασχοληθούμε με τα προβλήματα που έχουν ανακύψει εξαιτίας της ευθανασίας.

Οι γέροντες τη ζητούν σπάνια. Στις περισσότερες περιπτώσεις, όταν οι πόνοι, οι εσχάρες (νεκρωτικοί ιστοί που επικάθονται με τη μορφή κρούστας στο δέρμα, με το οποίο συνδέονται σταθερά, και είναι αποτέλεσμα θερμικού ή χημικού εγκαύματος ή επιφανειακής γάγγραινας σε διαβητικά ή αρτηριοσκληρωτικά άτομα), η αφυδάτωση και η μοναξιά έχουν υπερνικηθεί, οι γέροντες.

Επιθυμούν, όπως όλος ο κόσμος, να συνεχίσουν το προσωπικό τους έπος. O Jean-Marie Gomas, γιατρός παθολόγος στο Παρίσι, ο οποίος κουράρει ασθενείς στο σπίτι και στο νοσοκομείο, λέει το εξής: «Τα τελευταία δέκα, τουλάχιστον, χρόνια, ποτέ δεν χρειάστηκε να αποφασίσουμε αν θα έπρεπε να προβούμε σε ευθανασία ασθενή. Πιστεύω μας είναι ότι η συζήτηση με τον ασθενή και την οικογένεια έχει κατευναστικό αποτέλεσμα και βοηθά στην εξεύρεση ενός άλλου τρόπου επίτευξης του συναισθήματος της πλήρωσης του ατόμου, ακόμα και κατά τις τελευταίες του στιγμές».

Είναι, λοιπόν, εφικτή η διατήρηση ενός αυθεντικού διαλόγου με τα υπέργηρα άτομα, ακόμα κι αν έχουν χάσει τα λογικά τους. Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτοί που ζητούν ευθανασία είναι η οικογένεια και η ιατρική ομάδα- ευτυχώς, όχι πολύ συχνά. Σύμφωνα με την έρευνα της Renee Sebag-Lanoe, ένα 6% των ασθενών ζητούν την ευθανασία, ενώ το ποσοστό των οικογενειών και των θεραπόντων που την επιθυμούν αγγίζει το 9% και 16% αντίστοιχα. Το ακραίο αυτό αίτημα συνεπάγεται την επιθυμία, εκ μέρους της οικογένειας, να πάψει ο ασθενής να ¨υποφέρει¨. Ο ασθενής, όμως, δεν υποφέρει, πάντα, σωματικά. Πρόκειται, τις περισσότερες φορές, για μια κατάσταση που κρίνεται αφόρητη από τα παιδιά ή τους φίλους, οι οποίοι δεν έχουν το κουράγιο να έρχονται αντιμέτωποι με το θάνατο, κατ’ αυτόν τον τρόπο.

Οι θεραπευτικές ομάδες, αν δεν έχουν αποδεχτεί το πέρασμα από τη θεραπευτική στην καταπραϋντική αγωγή, θα προτιμήσουν την αναζήτηση μιας νέας διεξόδου, από την ενοχλητική αβεβαιότητα στην οποία βρίσκονται. Ο θάνατος βιώνεται, πάντα, από τους γιατρούς, ως αποτυχία, ως έλλειψη κατάλληλων μέσων ή ως λανθασμένη διάγνωση. Συνεπιφέρει μια αμφισβήτηση της ιατρικής πρακτικής, αλλά και της ιατρικής ηθικής.

Ποιος θα τολμούσε, άλλωστε, να ισχυριστεί ότι ο όρκος του Ιπποκράτη είναι πλέον παρωχημένος; Πολλοί γιατροί θεωρούν την παράγραφο (του όρκου) που αναφέρεται στο θάνατο των ασθενών ως ξεπερασμένη και ανεφάρμοστη. Κι όμως, παραμένει ένα σημαντικό κείμενο, που υπενθυμίζει την ανάγκη μετριοπάθειας του γιατρού μπροστά στις απρόοπτες καταστάσεις, αλλά και στην υποκειμενικότητα ορισμένων παραγόντων, όπως είναι ο πόνος, η κατάθλιψη, και η ασυνείδητη αμφιθυμία της οικογένειας του ασθενή.

Www.dislexia.gr (Σχοινά Λιάνα Ψυχολόγος MSc)